- ιχνογραφείο
- τοαίθουσα που προορίζεται για την ιχνογραφία, για τη χάραξη ιχνογραφικών σχεδιασμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. la salle des gabarits. Η λ.,στον λόγιο τ. ἰχνογραφεῑον, μαρτυρείται από το 1850 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.